Τυρινή

Τυρινή
Η τρίτη εβδομάδα της Aποκριάς.
* * *
η, ΝΜ
(ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. επιθέτου τυρ-ινός < Τυρός + κατάλ. -ινός (πρβλ. βοδ-ινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυρίνη — Η τρίτη εβδομάδα της Aποκριάς. * * * η, Ν χημ. η καζεΐνη …   Dictionary of Greek

  • Τυρινή — η η εβδομάδα της Τυροφάγου, η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Carnival — For other uses, see Carnival (disambiguation). Carnival float in the Rosenmontag parade in Cologne, Germany …   Wikipedia

  • CASEUS — lac pressum, Virgilio, Ecl. 1. v. 82. et pressi copia lactis: Illud enim emulctum in caseum cogitur, quod Graeci πήττεςθαι, Latini etiam figi dixerunt: Gallis Formacia seu Formagia, quoniam in forma inferciuntur et struuntur. Sic parietes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DOMINICA — I. DOMINICA seu Dies Dominicus, prima hebdomadis dies, Dies lucis et Dies panis Chrisost. de Resurr. Regina et princeps dierum, Iacobo; dierum Domina Sophron. Dies pacis. Theod. Studitae: Graecis Κυριακὴ, Α᾿ναςτάσιμος, βασιλὶς καὶ ὕπατος τῶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • τυροειδής — ές, Ν 1. όμοιος με τυρί 2. φρ. «τυροειδής εκφύλιση» ή «τυροειδής νέκρωση» ιατρ. η τυροειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός/ τυρίνη + ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • καζεΐνη — η (χημ.), λευκωματώδης ύλη στο γάλα, η τυρίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”